ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΘΩΡΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΕ ΙΩΣΕΙΣ
Επειδή, ως γνωστό, η πρόληψη είναι η καλύτερη θεραπεία, ενισχύοντας τη φυσική άμυνα του οργανισμού μέσω σωστών διατροφικών επιλογών, μπορούμε να αντεπεξέλθουμε καλύτερα σε ιώσεις και κρυολογήματα. Τον τελευταίο καιρό καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε μία πρωτόγνωρη κατάσταση που σχετίζεται με την παγκόσμια εξάπλωση ενός κορωνοϊού (covid-19). Οι κορωνοϊοί ανήκουν σε μία οικογένεια ιών, οι οποίοι στον άνθρωπο προκαλούν συνήθως λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος ή και πνευμονία. Σπανίως, στελέχη που προσβάλουν τα ζώα μπορούν να μεταδοθούν και στον άνθρωπο με εξαίρεση τους ιούς MERS και SARS και τώρα τον ιό covid-19.
Η μετάδοσή του γίνεται μέσω σταγονιδίων, τα οποία στη συνέχεια εισπνέονται, αλλά και μέσω των παθογόνων μικροοργανισμών που βρίσκονται στα χέρια και μπορούν να εισέλθουν στον οργανισμό μέσω του βλεννογόνου της μύτης, του στόματος ή των ματιών και τελικά να οδηγήσουν σε μόλυνση. Στην προσπάθεια μείωσης της μετάδοσης του ιού, οι παγκόσμιοι επιστημονικοί φορείς προτείνουν ως μέτρα αποφυγής του την τήρηση των κανόνων υγιεινής, την αποφυγή άσκοπων μετακινήσεων και την τήρηση των αποστάσεων, ιδιαίτερα από τις ευπαθείς ομάδες πληθυσμού όπως είναι οι ηλικιωμένοι και άτομα με χρόνιες υποκείμενες νόσους, όπως καρδιαγγειακά νοσήματα, χρόνια αναπνευστικά νοσήματα, καρκίνος,
σακχαρώδης διαβήτης και οι ανοσοκατεσταλμένοι.
Ανοσοποιητικό σύστημα και διατροφή
Το ανοσοποιητικό σύστημα συνίσταται από ένα σύνολο οργανικών και βιολογικών μηχανισμών υπεύθυνο για την άμυνα του οργανισμού απέναντι σε κάθε είδους λοίμωξη. Όσον αφορά την περίπτωση της πανδημίας από τον κορωνοϊό covid-19, οι επιστημονικοί φορείς αναφέρουν ότι δεν υπάρχει μεμονωμένη τροφή ή θρεπτικό συστατικό που να προστατεύει από τη λοίμωξη.
Ωστόσο, είναι καλώς τεκμηριωμένη η άποψη ότι η διατροφή παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη γενική λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Διαιτητικές πρωτεΐνες, υδατάνθρακες και λιπαρά συνεργιστικά με τα διάφορα μικροθρεπτικά συστατικά (βιταμίνες και ιχνοστοιχεία) αντιδρούν με τα ανοσοκύτταρα. Πρέπει να γίνει σαφές ότι η μειωμένη απόκριση τόσο της ειδικής, όσο και της μη ειδικής άνοσης απάντησης του οργανισμού έχει
παρατηρηθεί σε καταστάσεις τόσο υποθρεψίας, όσο και πρωτεϊνικής ανεπάρκειας, μέσω του σιτηρεσίου του ατόμου. Υπάρχει ακόμα πλούσιος όγκος δεδομένων, όπου ξεκάθαρα τεκμηριώνει την άποψη ότι ανεπάρκειες σε ιχνοστοιχεία, όπως ο σίδηρος, ο ψευδάργυρος, το σελήνιο και ο χαλκός, καθώς και βιταμίνες Α, Β6, Β12, Φολικό οξύ, C, D και E σχετίζονται
με διαταραχές της ομαλής λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος.
Παρά το γεγονός ότι η φυσική πρόσληψη τροφής είναι ικανή να μας προσφέρει το σύνολο των απαιτητών μικροθρεπτικών και μακροθρεπτικών συστατικών, καταστάσεις όπως η γήρανση, η σοβαρή νόσος και οι ακραίες συνθήκες καταπόνησης του οργανισμού γενικότερα, μπορεί να αναδείξουν τον σημαντικό ρόλο των εμπλουτισμένων θρεπτικά τροφών στη θωράκιση του οργανισμού από μικροβιακούς περιβαλλοντικούς κινδύνους. Η δυσθρεψία και η λοίμωξη δρουν αλληλένδετα στην προαγωγή της υγείας, ανάπτυξης και επιβίωσης ανά τον κόσμο, με τη δυσθρεψία να αποτελεί τη συνηθέστερη αιτία ανοσοανεπάρκειας.
Το ανοσοποιητικό σύστημα χρησιμοποιεί τόσο μακροθρεπτικά, όσο και μικροθρεπτικά συστατικά τα οποία εμπλέκονται στη σύνθεση των DNA, RNA και πρωτεϊνών. Είναι εύλογο, λοιπόν, το συμπέρασμα ότι η δυσθρεψία αφήνει ισχυρότατο αρνητικό αποτύπωμα στο ανοσοποιητικό σύστημα των ανθρώπων όλων των ηλικιών, αλλά ειδικότερα σε ανθρώπους στην ανάπτυξη και στο γήρας το αποτύπωμα αυτό είναι μεγαλύτερο, λόγω των περιορισμένων θρεπτικών αποθεμάτων που έχουν οι άνθρωποι αυτών των ηλικιών. Σε αυτά τα στάδια της ζωής η δυσθρεψία αποτελεί έναν κύριο παράγοντα εγκατάστασης ανοσοανεπάρκειας και ακολούθως υψηλότερου επιπολασμού λοιμώξεων στις σχετικές κοινότητες.
Διατροφικές συμβουλές για γερό ανοσοποιητικό
Αυτή, λοιπόν, την περίοδο για την ενίσχυση της φυσικής άμυνας του οργανισμού προτείνεται να ακολουθώνται οι παρακάτω διατροφικές συστάσεις, ιδιαίτερα μάλιστα από τα άτομα που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες, που αναφέρθηκαν παραπάνω, των οποίων οι ανάγκες είναι ακόμη μεγαλύτερες:
- Κατανάλωση 5-6 μερίδων φρούτων και λαχανικών σε καθημερινή βάση με σκοπό την επαρκή πρόσληψη πλήθους βιταμινών που συμβάλλουν στην ενίσχυση του ανοσοποιητικού.
- Κατανάλωση τροφών πλούσιων σε βιταμίνη D όπως σολωμός, σαρδέλες, κρόκος αυγού και εμπλουτισμένα προϊόντα με δράση ευεργετική ενάντια σε λοιμώξεις. Συγχρόνως απαραίτητη κρίνεται και η καθημερινή έκθεση στον ήλιο, για περίπου ένα τέταρτο, καθώς με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η παραγωγή της βιταίνης D σε
ποσοστό 90%. - Κατανάλωση τροφών πλούσιων σε αντιοξειδωτικά όπως μούρα, φράουλες, πορτοκάλι, ρόδι, αβοκάντο, σημαντικά στην καταπολέμηση των ελευθέρων ριζών και στην ενίσχυση του ανοσοποιητικού.
- Αποφυγή συχνής κατανάλωσης ζάχαρης και τροφών με κορεσμένα λιπαρά, τα οποία είναι πλούσια σε κενές θερμίδες και φτωχά σε θρεπτικά συστατικά. Αντ’ αυτού συστήνεται η συχνή κατανάλωση μονοακόρεστων λιπαρών, όπως ελαιόλαδο και ω3 λιπαρών οξέων όπως ιχθυέλαια, καθώς φαίνεται ότι συμβάλλουν στη μειωμένη
πιθανότητα εκδήλωσης φλεγμονής, αλλά και στην περίπτωση λοίμωξης στην καλύτερη και πιο γρήγορη αντιμετώπιση αυτής. - Επαρκής ενυδάτωση του οργανισμού με κατανάλωση τουλάχιστων 2 λίτρων νερού και ροφημάτων καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Η αφυδάτωση ακόμη και σε μικρό βαθμό, της τάξης του 2% του βάρους σώματος, έχει ως αποτέλεσμα τη διαταραχή των φυσιολογικών λειτουργιών και τη μείωση της απόδοσης του οργανισμού. Η
αφυδάτωση είναι συχνή μεταξύ των ηλικιωμένων και επηρεάζει σοβαρά την ποιότητα ζωής και λειτουργίες που έχουν να κάνουν με το μεταβολισμό, την παραγωγή ενέργειας, τη διάθεση και την πνευματική διαύγεια. Επίσης, αυξάνει την επικινδυνότητα για εμφάνιση νοσηρών καταστάσεων όπως λοιμώξεις, δυσκοιλιότητα, πνευμονία (εξαιτίας εμέτων από τον έντονο βήχα), απορρύθμιση διαβήτη (εξαιτίας της πολυουρίας). - Διατήρηση υγιούς σωματικού βάρους και καλής φυσικής κατάστασης, καθώς και υιοθέτηση ισορροπημένης, παραδοσιακής μεσογειακής διατροφής.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- J. A. Vanderhoof, Nutrition, 1998, 14, 595.
- D. W. Wilmore and J. K. Shabert, Nutrition, 1998, 14, 618.
- R. F. Grimble and G. K. Grimble, Nutrition, 1998, 14, 605.
- J. W. Alexander, Nutrition, 1998, 14, 627.
- R. K. Chandra, Am. J. Clin. Nutr., 1997, 66, 460S.
- S. N. Meydani and A. A. Beharka, Nutr. Rev., 1998, 56, S49–S58.
- M. Kussmann and L. B. Fay, Per. Med., 2008, 5, 447.
- G. T. Keusch, J. Nutr., 2003, 133, 336S.
- C. D. Johnson and K. A. Kudsk, Clin. Nutr., 1999, 18, 337.
- B. Lesourd, J. Nutr. Health Aging, 2004, 8, 28
Κλινική Διαιτολόγος-Διατροφολόγος MPH