ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΕ ΑΣΦΑΛΗ ΤΥΠΟ ΔΕΣΜΟΥ-ΠΩΣ ΕΚΔΗΛΩΝΕΤΑΙ
Ο John Bowlby (1988), ο πρώτος θεμελιωτής της Θεωρίας του Δεσμού, υποστηρίζει ότι τα βρέφη από τη γέννησή τους είναι προγραμματισμένα να αναζητήσουν μια σχέση δεσμού με έναν ενήλικα, δηλαδή να αναζητήσουν εγγύτητα και μια στενή σύνδεση με το βασικό πρόσωπο που τα φροντίζει, το οποίο είναι συνήθως η μητέρα, για να νιώσουν ασφάλεια. Στη συνέχεια, η Mary Ainsworth (1969), επεκτείνοντας την έρευνα του Bowlby κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά αναπτύσσουν τέσσερις τύπους δεσμού:
- τον ασφαλή δεσμό
- τον ανασφαλή αμφιθυμικό ή αμυντικό δεσμό
- τον ανασφαλή αποφευκτικό δεσμό
- τον ανασφαλή αποδιοργανωτικό δεσμό
Στα τελευταία 20 χρόνια έχουν γίνει έρευνες για την επίδραση του ανασφαλούς δεσμού στη μάθηση και στη συμπεριφορά στο σχολείο. Νευροεπιστήμονες όπως ο Schore (2001), έχουν προσδιορίσει τις αρνητικές επιπτώσεις που δημιουργεί στους νευρώνες του εγκεφάλου η χωρίς μέτρο έκθεση στον κίνδυνο, η ασυνεπής φροντίδα και το παρατεταμένο άγχος. Αυτό το τμήμα της έρευνας που ακόμα βρίσκεται σε εξέλιξη, ρίχνει φως στους μαθητές οι οποίοι παρουσιάζουν διασπαστική συμπεριφορά στην τάξη, οι οποίοι δείχνουν να μην είναι ικανοί να στρωθούν να μελετήσουν και τελικά είναι αυτοί που μας απασχολούν περισσότερο στο σχολείο. Αυτά τα παιδιά και οι έφηβοι είναι πολύ πιθανό να είχαν ένα δύσκολο ξεκίνημα στην αρχή της ζωής τους.
Πώς χτίζεται ο ασφαλής δεσμός και πώς εκδηλώνεται σε μια σχέση
Ας περιγράψουμε το χτίσιμο του ασφαλούς δεσμούκαι πώς επηρεάζει τη μάθηση. Όπως είπαμε από τη γέννησή τους τα βρέφη είναι προγραμματισμένα να αναπτύξουν συμπεριφορά δεσμού με το πρόσωπο που τα φροντίζει, το οποίο είναι συνήθως η μητέρα. Η συμπεριφορά δεσμούπεριγράφει τη διαδικασία κατά την οποία η μητέρα και το παιδί διαπραγματεύονται τον τρόπο που θα αλληλεπιδρούν κατά τους πρώτους μήνες της κοινής τους ζωής. Το βρέφος, μέσα από τη συμπεριφορά δεσμού αποκτά επαφή και εξοικείωση με το πρόσωπο που το φροντίζει και μέσα απ’ αυτή τη σχέση βιώνει συναισθήματα προστασίας και ασφάλειας. Όταν λοιπόν το βρέφος εξασφαλίσει τη ζητούμενη εγγύτητα και επαφή, εσωτερικεύει αυτά τα αισθήματα εμπιστοσύνης και ασφάλειας και είναι σε θέση να απομακρυνθεί, χωρίς φόβο, από τον βασικό φροντιστή του (τη μητέρα) για να εξερευνήσει τον κόσμο. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιήσει τη σχέση του με τη μητέρα «ως ασφαλές καταφύγιο» για να επιστρέψει σ’ αυτήν όταν αισθανθεί ταραγμένο, αναστατωμένο ή ανήσυχο.
Το βρέφος μαθαίνει για τα συναισθήματά του από την ανταπόκριση του βασικού φροντιστή του στη συμπεριφορά του. Για παράδειγμα, όταν πεινάει, αν κλάψει και το ταΐσει η μητέρα, και υπάρξει επανάληψη έτσι ώστε να καταγράψει αυτήν την ανταπόκριση, μαθαίνει να περιμένει αυτήν την συμπεριφορά από τη μητέρα. Η μητέρα επίσης χρησιμοποιεί λέξεις οι οποίες προσπαθούν να περιγράψουν αυτό που του συμβαίνει ή εικάζει αυτό που θα μπορούσε να του συμβαίνει και γενικά προσπαθεί να νοηματοδοτήσει την εμπειρία του. Όταν η μητέρα είναι ικανή να αποκριθεί με αυτόν τον ευαίσθητο τρόπο, δίνοντας προσοχή στις ανάγκες του μωρού της και κατονομάζοντας τα συναισθήματά του, λέμε ότι τα συναισθήματα αυτά «εμπεριέχονται» και έτσι είναι πιθανό να μη γίνουν δυσβάσταχτα για το μωρό, κυρίως τα δύσκολα συναισθήματα. Δηλαδή, εμπερίεξη σημαίνει ότι η μητέρα έχει αναγνωρίσει, έχει καταλάβει και έχει σκεφτεί σχετικά με τα συναισθήματα που βιώνει το μωρό της και αν είναι απαραίτητο τα έχει «καθρεφτίσει πίσω στο μωρό» με έναν διαχειρίσιμο τρόπο. Για παράδειγμα, όταν κλαίει ένα μωρό η μητέρα μπορεί να το πάρει στην αγκαλιά της υπαινισσόμενη τι μπορεί να συμβαίνει: «Ξέρω ότι πεινάς, πέρασε πολύ ώρα από τότε που έφαγες, έτσι δεν είναι; Νόμισες ότι έφυγα, αλλά η μαμά είναι εδώ».
Όταν η απόκριση της μητέρας στα συναισθήματα του μωρού της είναι σχετικά σταθερή, το παιδί μαθαίνει να εμπιστεύεται ότι αυτή είναι μια αναμενόμενη συμπεριφορά εκ μέρους των ενηλίκων. Τα παιδιά που έχουν βιώσει τέτοιες εμπειρίες αναπτύσσουν έναν εσωτερικό κόσμο στον οποίο υπάρχει η αναπαράσταση του μοτίβου μιας σχέσης δεσμού, δηλαδή, ότι υπάρχει ένας ενήλικας ο οποίος εμπνέει ασφάλεια, που δεν θα τα απορρίψει ή δεν θα τα ταπεινώσει όταν θα χρειάζονται κατανόηση.
Αποχωρισμός και μάθηση
Με τον καιρό, κάποια παιδιά αναπτύσσουν την απαιτούμενη εμπιστοσύνη και «αποχωρίζονται» χωρίς φόβο από τον βασικό φροντιστή τους, για παράδειγμα, για να πάνε στο σχολείο. Παράλληλα νιώθουν ασφαλή διότι γνωρίζουν ότι το πρόσωπο αυτό τα σκέφτεται και τα θυμάται, ακόμα και όταν δεν είναι παρόν, δηλαδή, μαθαίνουν ότι «είναι στο μυαλό» του ενήλικα την ώρα που δεν είναι σε άμεση επαφή μαζί του. Ένα τέτοιο παιδί αποχωρίζεται σχετικά εύκολα τη μητέρα του, όταν πηγαίνει στο σχολείο για πρώτη φορά, διότι έχει μάθει ότι ο αποχωρισμός μπορεί να γίνει υποφερτός χωρίς να καταστραφεί ο κόσμος, επειδή ξέρει ότι η μητέρα (ή κάποιος ενήλικας) «το έχει το μυαλό της», το έχει εμπεριέξει. Επίσης μαθαίνει ότι μπορεί να είναι ένα ξεχωριστό ανθρώπινο όν, να κάνει τις δικές του διαδρομές, να έχει τις δικές του σκέψεις και εμπειρίες και κάποια στιγμή να ξανασυναντήσει τον βασικό φροντιστή του (ο οποίος θα το θυμάται και όταν δεν είναι σε άμεση επαφή μαζί του), διότι συνεχίζει να έχει μια αλληλεπίδραση με αυτό το πρόσωπο, η οποία χαρακτηρίζεται από ευαισθησία.
Επομένως, όταν ένα παιδί πηγαίνει στο σχολείο, για να μπορέσει να μάθει θα πρέπει πρώτα να γίνει ο αποχωρισμός του παιδιού από τη μητέρα του, διότι η μάθηση μπορεί να συμβεί μόνο στον μεταβατικό χώρο ανάμεσα στο παιδί και στον ενήλικα.
Η επίδραση του ασφαλούς δεσμού στο παιδί
Εν ολίγοις, ασφαλής δεσμός ενός παιδιού με έναν ενήλικα σημαίνει ότι το παιδί έχει αναπτύξει έναν στενό δεσμό με τον βασικό φροντιστή του και έτσι μαθαίνει να έχει εμπιστοσύνη στους ενήλικες, ότι το νοιάζονται. Αλλά ταυτόχρονα, τα παιδιά μαθαίνουν να απομακρύνονται από τον ενήλικα, να γίνονται ανεξάρτητα, κάνοντας τα πράγματα μόνα τους και να εμπιστεύονται τη σκέψη τους. Επίσης, μαθαίνουν κατά κανόνα να παίζουν με τα άλλα παιδιά και να παίζουν με κανόνες. Είναι σε θέση να περιμένουν τη σειρά τους και μαθαίνουν να μοιράζονται την προσοχή ενός ενήλικα. Επίσης, μπορούν να αντέξουν αισθήματα απογοήτευσης όταν κάτι πηγαίνει στραβά, διότι στο παρελθόν βίωσαν την εμπειρία «κάποιος ενήλικας να είναι σε θέση να διαχειριστεί τα αφόρητα συναισθήματά τους». Παρόλο που κάποιες φορές μπορεί να μην είναι ευχαριστημένα ή να νιώθουν αναστατωμένα, εν τούτοις μπορούν να διαχειριστούν αυτά τα συναισθήματα ή είναι σε θέση να περιμένουν από κάποιον ενήλικα να τα βοηθήσει να τα ξεπεράσουν. Με άλλα λόγια, αναπτύσσουν τη «βασική εμπιστοσύνη» και τη σιγουριά ότι οι άλλοι θα είναι βοηθητικοί όταν τους το ζητήσουν. Μέσα από την εμπειρία που είχαν με τους ενήλικες οι οποίοι τα αντιμετώπισαν με ευαισθησία, έχουν αναπτύξει ενσυναίσθηση, την ικανότητα να αντιλαμβάνονται τα δικά τους συναισθήματα και των άλλων. Αυτή η ικανότητα να βλέπουν τον κόσμο μέσα από την οπτική ενός άλλου προσώπου είναι ζωτικής σημασίας για τα παιδιά διότι με αυτόν τον τρόπο είναι σε θέση να κοινωνικοποιηθούν και να μάθουν πώς να αλληλεπιδρούν μέσα σε μια ομάδα.
Συμπερασματικά, τα βρέφη, τα νήπια και τα μικρά παιδιά που έχουν αναπτύξει τον ασφαλή τύπο δεσμού, μελλοντικά αναπτύσσονται περισσότερο σε τομείς όπως:
- Αυτοεκτίμηση
- Ανθεκτικότητα στις αντιξοότητες
- Εμπιστοσύνη, οικειότητα και στοργή
- Ικανότητα να χειρίζονται την παρορμητικότητα και τα συναισθήματα
- Ανεξαρτησία και αυτονομία
- Μακροχρόνιες φιλίες
- Κοινωνικές δεξιότητες
- Ενσυναίσθηση, ευσπλαχνία και συνείδηση
- Σχέσεις με τους γονείς, με τους φροντιστές και άλλα πρόσωπα κύρους
- Θετικές και βοηθητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό, την οικογένεια και την κοινωνία
- Καλές επιδόσεις στη συμπεριφορά και επιτυχία στον ακαδημαϊκό τομέα (Levy 1998, αναφέρεται στοBomber 2007)
Επίσης, οι μαθητές με ασφαλή δεσμό αντεπεξέρχονται εν γένει καλύτερα στο σχολείο διότι διαθέτουν τις απαραίτητες δεξιότητες για μάθηση. Προσδοκούμε από αυτούς να είναι ικανοί στους παρακάτω τομείς:
- Μένουν προσηλωμένοι και δεν αποσπώνται από περισπασμούς
- Καταλαβαίνουν και τηρούν τους κανόνες και τα όρια
- Περιμένουν τη σειρά τους και είναι σε θέση να μοιράζονται την προσοχή της εκπαιδευτικού
- Ζητούν και αποδέχονται βοήθεια
- Αντέχουν συναισθήματα ματαίωσης και απογοήτευσης όταν κάνουν λάθος
- Έχουν αισιόδοξη στάση στη μάθηση και στα λάθη
- Αισθάνονται ασφαλείς και ρισκάρουν μαθαίνοντας καινούργια πράγματα
Εν κατακλείδι, όταν τα παιδιά στα πρώτα τους χρόνια μεγαλώνουν σε ένα ασφαλές και φροντιστικό περιβάλλον, θα αναπτύξουν πολλές από τις παραπάνω δεξιότητες. Θα πηγαίνουν στο σχολείο χωρίς δυσκολία, θα μπορούν να παίζουν συνήθως ανεξάρτητα, να παίρνουν ρίσκα, να ζητούν βοήθεια και θα έχουν την υπομονή να περιμένουν τη σειρά τους. Θα είναι ικανά να μοιραστούν την προσοχή ενός σημαντικού ενήλικα και να συνάπτουν θετικές σχέσεις με τους συνομηλίκους και τους εκπαιδευτικούς. Ωε επί το πλείστον θα είναι σε θέση να διαχειριστούν την κατάσταση όταν κάτι πάει στραβά ή όταν κάνουν λάθη. Θα μπορούν να ρυθμίσουν τα συναισθήματά τους και τη συμπεριφορά τους (με κάποια σχετική βοήθεια κατά τα πρώτα χρόνια). Θα ανταποκρίνονται στα συμβόλαια που έχουν συνάψει, στους κανόνες, τις επιβραβεύσεις και τις κυρώσεις μιας κανονικής τάξης. Θα μπορούν να εμπιστεύονται τον εαυτό τους – στο πώς μαθαίνουν – και κυρίως να εμπιστεύονται την εκπαιδευτικό, ότι είναι σε θέση να τα διδάξει και να τα βοηθήσει.
Με άλλα λόγια η συμπεριφορά των παιδιών και των εφήβων που έχουν κάνει έναν ασφαλή δεσμό θα έχει μια συνέχεια. Παρόλο που τα παιδιά πάντοτε σπάζουν τους κανόνες και ελέγχουν τα όρια, σε γενικές γραμμές τα παιδιά αυτά θα είναι διαχειρίσιμα και εύκολα στο τα διδάξει κανείς.
Το Τρίγωνο της Μάθησης
Για να γίνει κατανοητό πώς συσχετίζεται η σχέση δεσμού με τη μάθηση είναι βοηθητικό να χρησιμοποιήσουμε τη δομή του Τριγώνου της Μάθησης, που αναπτύχθηκε από τη Heather Geddes (2006), η οποία υποστηρίζει ότι σε κάθε μαθησιακή εμπειρία υπάρχει μια δυναμική αλληλεπίδραση ανάμεσα στην εκπαιδευτικό, τον μαθητή και το έργο, που έχει τη μορφή τριγώνου. Το παιδί για να μάθει θα πρέπει να εμπιστευτεί τη σχέση με την εκπαιδευτικό (η οποία λειτουργεί ως μια ασφαλής βάση) αλλά στη συνέχεια να είναι σε θέση να την αποχωριστεί, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει με το έργο ανεξάρτητα. Τα παιδιά που έχουν αναπτύξει έναν ασφαλή τύπο δεσμού είναι σε θέση να το κάνουν, διότι έχουν μάθει να απομακρύνονται από το πρόσωπο φροντίδας γνωρίζοντας ότι «κρατιούνται στο μυαλό του» ακόμα κι όταν δεν ασχολείται άμεσα με αυτά. Μπορούν να εμπιστευτούν τη σκέψη τους και γι’ αυτό μπορούν να αναπτύξουν τη σκέψη τους ανεξάρτητα από τους άλλους.